θεραπευτρίς

θεραπευτρίς
θερᾰπ-ευτρίς, ίδος, ,= foreg., Ph.1.261, 655: pl., as title of certain female ascetics, Id.2.471.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεραπευτρίς — θεραπευτρίς, ἡ (Α) [θεραπευτής] 1. η θεραπεύτρια 2. στον πληθ. αἱ θεραπευτρίδες ονομασία γυναικών που ασκήτευαν …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτρίδα — θεραπευτρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτρίδας — θεραπευτρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτρίδες — θεραπευτρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτρίδος — θεραπευτρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτρίδων — θεραπευτρίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτρίσιν — θεραπευτρίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”